αναβόλαιον

αναβόλαιον
το [αναβολή]
εξωτερικό ένδυμα, μανδύας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀναβόλαιον — mantle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβολαίῳ — ἀναβόλαιον mantle neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AMICTUS — Anglis olim, an Amytte, primum ex sex indumentis Episcopo, in Ecclesia Romana, cum Presbyteris communibus: Sunt autem illa, Amictus, Alba, Cingulum, Stola, Manipulus et Planeta, uti habet Innocentius III. de Myster. Myssae l. 1. c. 10. Et quidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ANABOLADIUM seu ANABOLAGIUM — ANABOLADIUM, seu ANABOLAGIUM Isidoro amictorium est lineum feminarum, quô humeri operiuntur, Graecis Latinisque sindon. l. 19. c. 25. circa renes alligatum stricte, latiudme diffusum, omne genus continens colorum, Ugutioni: lineum tegumentum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ …   Dictionary of Greek

  • αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …   Dictionary of Greek

  • αναβολή — η (Α ἀναβολή) μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση αρχ. 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος 2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης 3. τρόπος τού να φοράει κανείς τον μανδύα 4.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՂԱԲԱՂՈՎՆ — (ի, աւ, օք.) NBH 1 0031 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c գ. ԱՂԱԲԱՂՈՎՆ ԱՂԱԲԱՆՈՍ, ԱՂԱԲՈՂՈՆ. որ եւ ԱՆԱՓԱՂ. եւ ՂԱԲՈՂՈՆ. բառ յն. ἁναβολή, ἁναβόλαιον, ἑξωμίς abolla, amictus, tunica brevis, superhumeralia Վերարկու. թիկնոց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՆԱԲՈՂ — (ի.) NBH 1 0100 Chronological Sequence: Unknown date գ. ԱՆԱԲՈՂ որ գրի վրիպակաւ եւ ԱՆԱՓԱՂ, ԱՂԱԲՈՂՈՆ եւ այլն. Բառ յն. անավոլի՛, անավօ՛լիոն այս ինքն վերարկու. ἁναβολή, ἁναβόλαιον amictus, amiculum *Առնում տարազ միայնակեցի, եւ զգենում զհանդերձ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԲՈՂՈՆ — (ի, աց.) NBH 1 504 Chronological Sequence: 6c գ. որ եւ գրի ԲՈՒՂՈՆ. ἁναβόλαιον pallium, penula Փիլոն. աղաբողոն. վերարկու, մեկնոց, կրկնոց. ... *Երեք զօրականքն՝ որք հատին զգլուխն Պօղոսի ... եկին որք ունէին զբողոնն (կամ զբուղոնն), տանելով զնա Ներոնի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”